τρυπητά

τρυπητά
τρυπητά̱ , τρυπητής
borer
masc nom/voc/acc dual
τρυπητής
borer
masc voc sg
τρυπητής
borer
masc nom sg (epic)
τρυπητός
pierced
neut nom/voc/acc pl
τρυπητά̱ , τρυπητός
pierced
fem nom/voc/acc dual
τρυπητά̱ , τρυπητός
pierced
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • μαλάνγκαν — Συμβατική ονομασία για τα παραδοσιακά γλυπτά και τις μάσκες των Μελανησίων. Οι Μελανήσιοι βρίσκουν στη λατρεία των νεκρών, στην τήρηση των νόμων που ρυθμίζουν τις κοινότητες και ιδίως στις μυστικές κοινότητες, τις αιτίες για να δημιουργήσουν την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”